|
Ted Kapsalis
Γεννήθηκε στο ιστορικό Καλπάκι Ιωαννίνων στις 23
Απριλίου, 1952. Είναι ο πέμπτος γιος του Δημητρίου και
της
Ελευθερίας Καψάλη. Απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου του
Ιστορικού Καλπακίου και του Γυμνασίου Δωλιανών
Ιωαννίνων. Σε ηλικία 18 ετών μετανάστεψε στις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερική ς. Σπούδασε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις
στο Σικάγο και έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη την Αμερική.
Αν και σήμερα ζει στο φανταστικό κόλπο του Αγίου
Φρανσίσκο, Καλιφόρνιας, θεωρεί τη Χαβαη σαν πατρική του
γη όπου εκει έζησε για σχεδον 15 χρονια.
Από τα εφηβικά του χρόνια η αγάπη και ο πόθος για την
ποίηση, είχε γεννήσει ρίζες στην καρδιά του μέχρι που
λίγα χρόνια πριν άρχισε να πραγματοποιεί μια φιλόδοξη
προσπάθεια στην ξενιτιά να διατηρήσει την ελληνική
γλώσσα εν ζωή.
Αν και τα ποιήματα του Τεντ ανέρχονται σε πολλές
εκατοντάδες, δεν θεωρεί τον εαυτό του ποιητή. απλούστατα
μέσα από την ποίησή του επιθυμεί να μοιράσει τα
αισθήματά του τα οποία έχουν αγγίξει τη ζωή του.
Ο Τεντ γράφει στην Ελληνική και στην Αγγλική γλώσσα.
Στην Αγγλική γλώσσα τα ποιητικά του έργα ανέρχονται πανω
από 1000 και έχουνε αναγνωριστεί από την
International Society of Poets,
που είναι και μέλος και έχει βραβευθεί δώδεκα φορές για
τα ποιητικά του δημιουργήματα.
Πέρα από την αγάπη του για την ποίηση, ο Τεντ είναι
φανατικό μέλος τής ποδηλασίας, του ποδοσφαίρου, της
ορειβασίας και μαραθώνιο-δρομαίας. Έχει τρέξει πανω από
120 μαραθωνίους, 50, 60 και 80 χιλιομέτρων μακρινών
αποστάσεων, 12 ωρών, ως και (5) φορες των 60 χιλιομέτρων
από μηδενική στάθμη της θαλάσσης σε 10,023 πόδια
υψόμετρο πάνω από την στάθμη της θαλάσσης.
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΩ
"Πάνω από
5000 Aδέσμευτοι Eρωτικοί Sτίχοι"
Αυτό
το βιβλίο είναι
αφιερωμένο στον
ΕΡΩΤΑ
που όλοι μας σε κάποια φάση τής ζωής μας γευτήκαμε
τη
γλύκα του και
τη πίκρα του.
...έρωτα
καταπατητή
διάβολε και πλάνε,
ετσι που με κατάντησες
τα φίδια θα με φάνε.
...λένε
ο χρόνος τις πληγές
καθώς περνά τις κλίνει,
μα τις δικές μου τις πληγές
να τις κλείσει δεν αφήνει.
*******
«ΣΥΛΛΟΓΗ
ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960»
Τα ανέκδοτα σε αυτό το βιβλίον είναι μια συλλογή της δεκαετίας
του 1960. Οι συγγραφείς είναι άγνωστοι, εν τούτης θέλω να τους
αναγνωρίσω όλους όποιοι και αν είναι.
*******
ΠΕΝΝΑ
ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ
|
Απλός
περιπλανιέται ελεύθερη, κυνηγώντας με νοσταλγία
την στιγμή που θα φτάσει και θα κόψει με την
φαντασία του το σκοινί του ορίζοντος. Κατά την
γνώμη μου δεν είναι η ποιότητα η ποσότητα καθ
ενός περιεχομένου, αλλά η τόλμη να εκφραστής τα
αισθήματα σου και χωρίς φόβο να τα φέρεις σε φως.
Όπως βλέπετε εγώ γράφω ελεύθερα, απλά, δημοτικά,
ασύντακτα, αρθρογραφία και χωρίς τον φόβο τής
κριτικής
******* |
|
ΧΑΡΙΣΜΕΝΑ
ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
Πουλιά μ ακούσατε,
πουλιά!
Νοσταλγησα την ύπαιθρο
τα κρύα τα νερά της
Το θυμάρι στο βουνό,
Τις λαγκαδιές με τις δροσιές της.
Φωνάζει, κράζει μέσα μου
η καρδιά
Πουλιά, χαμηλώστε λίγο,
Πάρτε με εκεί πάνω ψηλά
Παρέα σας να μείνω.
Κι όταν μια μέρα
Κουραστούνε τα φτερά σας,
Αφήστε με εκεί πάνω ψηλά
Στα βουνά, στη βασιλική φωλιά σας.
Θα είμαστε φίλοι,
αδελφοί,
Αχώριστοι εκεί στις ρεματιές,
Τραγούδια θα ψάλλουμε μαζί,
Χορός χαράς στις βουνοπλαγιές.
Πουλιά, μ’ ακούσατε,
πουλιά,
Πάρτε με πάνω στα βουνά,
Εκεί που βοσκούνε γιδοπρόβατα
Με άφθονο στις ράχες κρύο νερό.
Νοστάλγησα την ύπαιθρο
Τα δροσερά πλατάνια,
Δείγματα ομορφιάς στην Ήπειρο
Με τα πλατιά
ποτάμια.
Θέλω ψηλά απ’ τα σύννεφα
Το Σούλι ν’ αγναντέψω,
Την Πρέβεζα, τα Γιάννενα
Της Άρτας το γεφύρι.
Το Μέτσοβο, την Κόνιτσα,
Πωγώνι και Ζαγόρι
Και στο βυθό της λίμνης
Την όμορφη Κυρά Φροσύνη.
Να αγναντέψω επιθυμώ
Το Πάπικγο, του Βίκου το λυγμό,
Το Βοϊδομάτη να χαρώ,
Για να πραΰνω πόνο και καημό.
Πουλιά, μ’ ακούσατε,
πουλιά,
Σπαράζει η καρδιά μου,
Αχ! χαμηλώστε τα φτερά
Ν’ αδράξει η αγκαλιά μου.
Θέλω μαζί σας να γιορτάσω
Στις πλαγιές την άνοιξη,
Μαζί στους λόγγους να πετάξω
Όσες ομορφιές η ματιά δεν άγγιξε.
Πουλιά, μ ακούσατε,
πουλιά!
Κυρά Φροσύνη
Κλάψτε κυράδες κλάψτε
μπροστά στους αργαλειούς,
χρυσά πλεξούδια πλέχτε
κι ας μην είναι για γαμπρούς.
Να
ντύστε να στολίσετε
τη λυγερή νεράιδα,
τη νυφούλα να χτενίσετε
με χαϊμαλί και χάνδρα.
Κεντήστε μαντήλια
κόκκινα
με μεταξές πλεξούδες,
Με της σκλαβιάς τα βάσανα
Φτερά από πεταλούδες.
Γιατί σήμερα κάτι κακό
Μεγάλο έχει γίνει,
ήπιε η λίμνη ήλιο κι ουρανό
και την όμορφη Κυρά Φροσύνη.
Χαριτωμένη συντροφιά
κρατήστε της στο κύμα,
να τη νανουρίσει αγκαλιά
μέχρι του κόσμου τ άλλο βήμα.
Χαράματα με την αυγούλα
η αρχόντισσα τής λίμνης,
χωρίς στο πλάι τη μανούλα
ντύθηκε με πάχνη ομίχλης.
Στα κρυσταλλένια τα νερά
ρουφήθηκε σαν αφρός,
μ άσπρη ντυμένη φορεσιά
στην ανάσα θάνατος αργός.
Με
μια κοτρώνα στο λαιμό
Πήρε τ ατέλειωτο ταξίδι,
στου Άδη τον αγύριστο βυθό
Του Αλί Πασά ήτανε χατήρι.
Κλαίνε τα Γιάννενα βογγούν
σαν νάνε παραμύθι,
με δάκρυα πικρά θρηνούν
μοιρολογούν με μαραμένα στήθη.
Ο
πρωινός θάμπος της αυγής
δεν έντυσε τη λίμνη,
μ αράχνη μονάχα σιωπής
καταχνιά της άπλωσε γαλήνη.
Μάτια με βούρκο γιομάτα
κοιτούνε απ το κάστρο,
στη ρωμιά στέλνουν μαντάτα
με θλιμμένο ουράνιο άστρο.
Σήμερα δεν λαλούνε τα πουλιά
η βρυσούλες δε δροσίζουν,
δε φυλλουριάζουν τα κλαριά
τα λουλούδια δεν ανθίζουν.
Δεν λάμπει ο ήλιος στα βουνά
ούτε και στα λαγκάδια,
σταυραετούς δεν λαγαρίζεις στα ψηλά
ούτε στις ράχες παλικάρια.
Σκύβει το φεγγάρι το κεφάλι
κι ο βοριάς στο πέρασμα,
συμμερίζονται κι αυτοί το χάλι
στα χείλη της πίκρας το κέρασμα.
Η
λίμνη πήρε την αρχόντισσα
Τής χάρισε μπαλκόνι το βυθό,
Βασίλισσα την έκανε
Παλάτι το νησί για σπιτικό.
Για να ζει εκεί αιώνια
το ζυγό να μαρτυρεί,
της λευτεριάς αθάνατη γοργόνα
να κρατεί στο βάθος το κλειδί.
Τα πέτρινα γεφύρια
Οι αιώνες κι αν περάσαν,
δεν κατάχνιασαν το νου,
τα πέτρινα γεφύρια δε γκρεμίσαν
απ’ τις ράχες των βουνών.
Αποτελούνε αθάνατα
σημάδια αναφοράς,
μιας περασμένης εποχής
μιας άλλης αθάνατης γενιάς.
Κάθε γεφύρι σκαλισμένο
τη δική του φέρει ιστορία,
με περηφάνια στολισμένο
μ’ ένα χέρι ζωγραφισμένη μαρτυρία.
Φτάνει μονάχα μια ανάσα
να σταθείς,
να περπατήσεις σε πέτρινο γεφύρι,
αρκεί ένα σκαλί να κατεβείς
και το μυαλό σου θ’ αφυπνίσει.
Να ζυγιάσεις με την
ανάβαση
τον ελιγμό και το φόβο,
στο καλντερίμι την ταλάντευση
την τόλμη και το θρύλο.
Μικρά μπουλούκια μαστόρων
δαμάσανε τη φύση,
τοξευτές των δυνάμεων
πριν η ανάσα τους αφήσει.
Μια χούφτα ήταν, ένα
σινάφι
νταμαρτζήδες, χτίστες,
λασπάδες, μαρμαρογλύπτες
τσιράκια, ζωγράφοι, ξυλογλύπτες.
Πότε με βροχές και
καταιγίδες
πότε με χιόνια και παγετούς,
κάτω από πέπλα πυκνής ομίχλης
βράχους σκαλίζανε κοφτερούς.
Στην κάψα, στο λίβα και
στο λιοπύρι
που στέγνωνε πάνω στο πετσί και την ψυχή
με ίλιγγο κτίζανε δεκάδες γεφύρια
ακμαίοι, περήφανοι, για σένα φυλή.
Και συμμαχήσανε με τ’
άγρια βουνά
με γρανιτένιους βράχους
σ’ όλες τις άβολες γωνιές
με συγκίνηση και δέος.
Πέτρινα χτίσανε στεφάνια,
ενώσανε χωριά, κοιλάδες,
καβαλικεύανε ποτάμια,
καλντερίμια και χειμάρρους.
Το Βοϊδομάτη, τον Καλαμά
τον Αχέροντα, τον Λούρο,
το Δρίνο και τον Άραχθο
το μυθικό τον Αχελώο.
Ράψανε τις οροσειρές
με κεντημένες πλάκες,
από μαρμαρένιους αργαλειούς
με ρόζους στα χέρια τους και κάλλους.
Το Γράμμο και το Σμόλικα
το Βίκο και την Τύμφη,
το Περιστέρι, τα Τζουμέρκα
Σούλι και Μιτσικέλι.
Του Παπαστάθη το γεφύρι
στου Δρίσκου το φαράγγι,
κτισμένο με βενετικά φλουριάτης Πρίξας είν’ ακόμη το
καμάρι.
Της Άρτας το γεφύρι,
στον κόσμο φημισμένο,
από την εποχή του Πυρρου
στον κάμπο ακόμη είναι κτισμένο.
Της Κόνιτσας το γεφύρι,
δακτυλίδι τοξωτό, ζαφείρι,
ώστε τα ζεύγη να αναδύονται
στου Αώου το κορμί το λυγερό.
Το γεφύρι του Κοράκου
μονότοξο καβαλικεύει
απ’ του Αχελώου τα καπούλια
είκοσι μέτρα ψηλά σε συνεπαίρνει.
Στο Ζαγόρι, εκεί στους κήπους
είν’ το γεφύρι του Πλακίδα
που τ’ αγναντεύεις απ’ τη Βίτσα
με την τελευταία του ήλιου αχτίδα…
Ακόμη και του Άραχθου
του δέσανε τις όχθες,
είν’ η οργιά της Πλάκας,
που άντεξε του χείμαρρου τις μπόρες.
Ω! Ήπειρος μου αγαπημένη,
με τα ξακουστά γεφύρια,
ποτέ δεν ήσουν κι ούτε θα ’σαι
απ’ αυτό τον κόσμο ξεχασμένη.
Τα πλακοστρωμένα σου τα τόξα
μονά, διπλά και τρίδιπλα,
μεγαλοπρεπή θα λάμπουν από δόξα
παντοτινά στου χρόνου τα γραπτά.
|
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
"Ζωγραφημενος Στα Ματια Μου"
Οπως ακριβως τον
ειδα και τον ενοιωσα"
....την
άλλη μέρα έφυγα για την πονεμένη Κύπρο. Περπάτησα εκεί που
πολέμησαν τα παλικάρια. Επισκέφτηκα μοναστήρια, αλλά και
σπίτια απλών ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους ή τις
περιουσίες τους. Περπάτησα κάτω από την πράσινη γραμμή. Κάθε
μου βήμα και δάκρυ, κάθε μου αναπνοή και στεναγμός. Οι
εντυπώσεις ήσαν τόσο βαθιές σα μαχαιριές που δεν μπορούσα παρά
να σταματώ κάθε τόσο και να τις κάνω λέξεις, ...αν ποτέ
μπορέσω να νιώσω το θείο δράμα της Κύπρου.
*******
Εχθρός μες στην Αυλή μας
Ήρθε και φώλιασε εχθρός μες την αυλή μας,
τζαμιά μεγάλα έφτιαξε, πίνει νερό απ’ την πηγή μας.
Τη νήσο μας την κόψανε, με σύρματα τη μπλέξαν,
με κόκκινο τη βάψανε και μισοφέγγαρο φυτέψαν.
Μας πήραν τα χωρία μας, του τόπου τα καλά μας,
μας μάτωσαν τα χείλη μας, μας παίξαν τα παιδιά μας.
Τα σπίτια μας τα λέρωσαν, σουλτάνες τα χορεύουν,
τις εκκλησιές μας κλείσανε που χριστιανούς γυρεύουν.
Όλες οι νιες μαυροφορούν ήλιο ψηλά δε βλέπουν,
αγαπημένους τους θρηνούν τι ’ναι χαρά δεν ξέρουν.
Και τα πουλιά δεν κελαηδούν δεν πετούν στον ουρανό
παρηγοριάς τραγούδια να μας πουν, να μας σταθούνε στο πλευρό.
Δεν λάμπει ο ήλιος ο λαμπρός βουβάθηκε ο άνεμος,
δεν φυλλουριά ζουν τα λαγκάδια δεν χλοΐζει ο κάμπος.
Ήρθε ο εχθρός και σκέπασε τον ήλιο, το φεγγάρι,
νερό στη βρύση στέρεψε, ράγισε το λιθάρι.
Ήρθε κι θλίψη η θλιβερή σκέπασε τις καρδιές μας,
κι απ’ τα πικραμένα χείλη μας δεν τραγουδούν τα χαμόγελά μας.
Ήρθε και μολύναν τα κορμιά μας. μα τωρα ποιο δάκρυ να τα
πλύνει,
ποιος με το μύρο δάφνης θα τα σαβανώσει απ’ την οδύνη;
Τωρα οι καμπάνες ψάλουν απ’ τα μεσάνυχτα τον όρθρο,
των παληκαριών το θάνατο στη ματιά ολου του κόσμου.
Αχ, δεν αντέχω το μαράζι το πικραμένο πόνο και καημό.
Αχ, στο ιδιο μνήμα θελω, τα μάτια μου να κλείσω
στο πλευρό της δίπλα, να θαφτό κι εγω.
*******
"43 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ"
και η φλόγα τής φωτιάς εξακολουθεί να με καίει, και να μου
σώνει μέσα μου τα σωθικά. Δεν άντεξα μετά την εισβολή, και
έτρεξα κοντά σας. Ήτανε τότε Ιούνιος 1976, μετανάστης και
κυνηγημένος από την "Χούντα", με ανακούφιση μόνο στην
"Ερωμένη μου Κύπρο".
Αν
και δεν είμαι συμπατριώτη σας, και ζω μακρυά από την αγαπημένη
και όμορφη Κύπρο, εντούτοις η καρδιά μου και το μυαλό μου
συμμετέχει στη μοίρα του κατατρεγμού σας.
Είχα την τιμή να επισκεφτώ το νησί σας. Ήρθα σαν ξένος και
έφυγα σαν ξένος. Εντούτοις, η Κύπρος εξακολουθεί να είναι ένα
κομμάτι της καρδιάς μου, και μέχρι την τελευταία στερνή πνοή
μου θα είναι η
"ερωμένη μου".
Όπου κι αν είμαι πάντα θα την αγαπώ, ποτέ δεν θα την ξεχάσω,
και πάντα θα σταθώ δίπλα στον στραγγαλισμό της, και στην
αγωνία της μέχρι την ημέρα τής λευτεριάς. Κι όταν η μέρα θα
έρθει, "η ήμερα θα έρθει"
θα είμαι ο πρώτος που ξανά σαν ξένος θα ρθω και θα την
περπατήσω από την μια πλευρά στην άκρη. Τότε μονάχα θα κλείσει
για μένα ο κύκλος της αγάπης μου για τη Κύπρο.
*******
"Ποιητικά Όνειρα"
Το τελευταίο φθινόπωρο πριν φύγω από την Ελλάδα,1970!
Ζαγόρι μου
Κλείνω τα μάτια μου, και περπατάω τα σκαλιά
τα σκαλισμένα μάρμαρα, από την αρχοντιά.
Κι ένας κτύπος ασταμάτητος, αντηχεί στη φλέβα
και δεν θα σταματήσει, ούτε στο πέρασμα του
αιώνα.
Ζαγόρι μου, Ζαγόρι μου, ακόμη κι αν πεθάνω
στου βίκου τις κορφές σου, παρέα θα σου κάνω.
Από τη μια πλευρά εγώ κι από την άλλη εσύ
πολλά θα έχω να σου πω, απ’ όλη μου τη ζωή.
Ακούω το τραγούδι, την άνοιξη του κούκου
της τρυγόνας και της πέρδικας, στον ίλιγγο του
βίκου.
Νοιώθω σαν να είμαι εκεί, αετός στον ουρανό
να κάνω βίγλες στις κορφές, τα βοσκοτόπια να
κοιτώ.
Τα πλακόστρωτα σαλόνια, από μάρμαρα κτισμένα
απ’ του βίκου την ανάσα, μοιάζουν σαν
κρυσταλλωμένα.
Ακούω στις βρυσούλες μας πως κελαρύζει το
νεράκισαν ψίθυρος απ’ την πηγή, απαλό σαν το πουλάκι.
Αισθάνομαι σαν να ’μαι, της άνοιξης αηδόνι
να χαίρομαι, να τραγουδώ και να πετώ σαν
χελιδόνι,
στα λυγερά τα έλατα, στους βράχους καρφωμένα
που μόνο το χιόνι τ’ αγκαλιάζει κι η ζεστή καρδιά από μένα.
Περπατάω με το νου μου, στα παρθενικά σου
μονοπάτια
εκεί ψηλά στο Μονοδένδρι, στου Βίκου τη χαράδρα.
Ανεβαίνω στο Σκαμνέλι, στου λύκου τη φωλιά
στη Βίτσα το Κουκούλι, που αετό έχουν βασιλιά.
Κάθομαι και ξαποσταίνω, στον ίσκιο καστανιάς
στης λεφτοκαριάς και πλατανιού, θυμάρι αγκαλιάς.
Και κατεβαίνω σαν την πέρδικα, στων πεδινών τα
χειμαδιά
και ξαποσταίνει ο νους μου, κάτω απ’ τη βελανιδιά.
Κι από εκεί κοιτάζω τις κορφές, λουσμένες με
του ήλιου φως
που ξεδιψούν με σύννεφο και ξετυλιέται ο
στοχασμός.
Αχ! Ζαγόρι μου! Ζαγόρι μου! Στο νου μου είσαι
Ιθάκη
και δεν με χωρά ο τόπος, στου κόσμου την άλλη
άκρη.
Θυμάμαι τη βρυσούλα
Θυμάμαι τη βρυσούλα, στου μπάρμπα Σπύρου το
πλατάνι, αθάνατο ήταν το νερό της, σαν τον ανθό της νιότης.
Δίπλα κυλούσε το ρυάκι, σιγαλό και φιδωτό
κι άκουγα το κελάρυσμα, γλυκό, μελωδικό.
Κι απ’ το τραγούδι τα πουλιά, την λαγκαδιά να σείουν
κι από δεξιά, ζερβά, με χαιρετούν με τα φτερά.
Κι ένοιωθα το πλατάνι, σαν κρίνο να ανασαίνει
σαν γλάστρα λουλουδιών, απ’ το κελάδημα των πουλιών.
Στου πλατανιού θυμάμαι, καθόμουνα στη ρίζα
κι άκουγα τα φύλλα του, να τρίζουν απ’ τα σπλάχνα του.
Άπλωνε τους κλώνους του, να κρύψει το λιοπύρι
βασίλειο, το ’κανε δροσιάς, μην μου στεγνώσει η ματιά.
Τώρα οι βρύσες των ματιών μου, στην ανάμνηση του κλαίνε
να μου σβήσουν δεν μπορούνε, τις φλόγες που με καίνε.
Ακόμη εδώ στην ξενιτιά, με καλούνε τα πουλιά
κι ο κελαηδισμός των αηδονιών, μ’ αγγίζουνε τρυφερά.
Κανείς δεν μπορεί, να νιώσει τον πόνο μου
την πίκρα της καρδιάς μου, τον κατατρεγμό της μοίρας μου.
κι όπως ο άνεμος σφυρίζει κι η μπόρα ξεσπά
έτσι κι ο πόνος της καρδιάς μου, λύνεται απ’ τα δεινά μου.
Νοιώθω πόθο κρυφό, επιθυμίας βαθιά να γυρίσω
της νιότης να πιω νερό απ’ της βρυσούλας το δροσερό.
Χρόνια πέρασαν, καιροί, δεν στέρεψε η βρυσούλα
μόνο η δική μου στερεύει η ζωή κι ο δρόμος μου τελειώνει.
Δεν θέλω να διαβώ, διψασμένος από τούτη τη ζωή
με το αθάνατο νερό της, σαν τον ανθό της νιότης.
Επιθυμώ πριν στερέψει η βρυσούλα, για μια
ακόμη φορά
τα χείλη μου τα στεγνά να ποτίσει μια αυγούλα.
Σκλάβοι της φτώχειας
Πικρός ο πόνος ο καημός, σαν το βοριά μας δέρνει
θρήνος είναι θαλασσινός, στο κύμα που μας σέρνει.
Ψάχνουμε στ’ αχνάρια, στη στράτα για να βρούμε
ξαποστασιάς σημάδια, απ’ το λαβύρινθο να βγούμε.
Γενήκαν οι καρδιές μας κρύσταλλο, τα κορμιά μας παγωνιά
φουρτούνιασε ο νους μας, απ’ το φύσημα χιονιά.
Τυλιχτήκαμε στην καταχνιά, με την ψυχή στα χείλη
ήλιο ποτε στη μερα, η ματιά μας να προσμένει.
Χαρα ποτε δεν νοιώσαμε, παρα
θλίψη πικρή
πόνου μοιρολόγι, μονάχα στ’ αυτιά μας αντηχεί.
Σαν τα φύλλα στα κλαδιά, μαραμένες είναι οι ματιές μας
κι σαν κρεμασμένα σύννεφα, χλομές ειν οι καρδιές μας.
Μάς ξεγέλασε η μοίρα, στην
πόρτα της αυλής
μας έσπρωξε απ’ τη σκάλα, απ’ την ανάσα της ζωής.
Γέρικα πρόσωπα στο φως, χαραγμένα απ’ τον αγώνα,
χωρίς ελπίδα, λυτρωμό, μια σταλιά νεροσταγόνα.
Σκλάβοι είμαστε στη μέρα,
σκλάβοι στα σκοτάδια
δεν μας είπε ο ήλιος καλημέρα, δεν νοιώσαμε δικά του τα χάδια.
Έρχονται μέρες χαρωπές, γλέντια και πανηγύρια
μα οι θλιμμένες μας ματιές, δεν σηκώνουνε τα φρύδια.
Σαν το σίδερο βαριές, αλυσίδες
κλειδωμένες
Έχουμε μέσα μας καρδιές, απ’ τον κόσμο αποξενωμένες.
Δεν μας λυπάσαι κακομοίρα, αμίλητη είσαι σαν καθρέπτης,
Τα μυαλά σου και μια λίρα, στις καρδιές μας απόλυτος ψεύτης.
Μέρα νύχτα μας δέρνεις, λίστρα
είσαι αφέντης
ανακούφιση δεν μας δίνεις, τον ιδρώτα μας στεγνώνεις.
Πώς να σε ξεχάσουμε, τη ζωή μας πώς ν’ αλλάξουμε
με ποιο θάρρος να τολμήσουμε, απ’ τη σκάλα να σε σπρώξουμε;
Μα δεν πειράζει, εμείς θα
ζήσουμε, κι ας επιβιώνουμε φτωχοί
σκλάβοι σου κι αν είμαστε, δεν αψηφούμε τη ζωή.
Είναι το φιλότιμο, ανάθεμά..!
Καταραμένη ξενιτειά
Σε ποιον να πω τον πόνο μου και το παράπονο μου
Σε ποιον να ανοίξω τη καρδιά, να ελαφρύνω τον καημό μου;
Τα
πικραμένα χείλη μου κι
η θλιβερή καρδιά
Δεν χαμογελούν στη μέρα, στη
μαραμένη ξενιτειά.
Όσον τα μάτια μου κι αν κλάψουν, όσον
κι αν πονέσουν
Τα φαρμακερά τα δάκρυα, ποτέ δεν θα στερέψουν.
Εδώ στη ξενιτειά, τα δέντρα δεν ανθίζουν
Δεν λάμπει ο ήλιος ο ζεστός, τα
πουλιά δεν σε γνωρίζουν.
Η ξενιτειά σαν κύμα, με πείσμα με παλεύει
Πεισμωμένη, θυμωμένη, στο
χώμα το σώμα μου γυρεύει.
Βουίζει
η κεφαλή μου, σαλεύει
ο νους μου στο σκοτάδι
Κρύσταλλο μου έγινε η καρδιά, απ’
της μοναξιάς μου το χιονιά.
Καταραμένη ξενιτειά, πως στη ζωή να κρατηθώ
Ρημάδι μου έκανες καρδιά, πιο
βαριά κι από βουνό.
Πως
να σε παλέψω άτιμη, με
τι κορμί ν αντισταθώ
Όταν το νερό που πίνω, θαλασσινό
είναι αλμυρό;
Εδώ στη ξενιτειά, ποτέ
δεν θα ξεδιψάσω
Γιατί έχει στερέψει η βρύση, το
χείλι ποτέ δεν θα δροσίσει.
Κανείς
διαβάτης δεν περνά, να μου είπε καλημέρα
Δίχως ελπίδα και μιλιά σωπαίνουν,
τα πουλιά στη μέρα.
Εγώ μονάχα ακούω, το
φύσημα του ανέμου
Με τη πνοή του να σφυρίζει, τραγούδι
πονεμένου.
Γκρίζες
είναι οι ώρες, στο
ρολόι σκοτεινές
Κι οταν τα βράδια έρχονται, δεν
περνούνε μοναχές.
Ζω την έρμη μοναξιά,
κάτω από μαύρα αστέρια
Χαϊδεύω μόνο το σκοτάδι, σ άδεια αγκαλιά και χέρια.
Αχ πόσο λαχταρώ, πριν
τα μάτια κλείσω
Πριν αποχαιρετήσω τη ζωή, στη
πατρίδα πείσω να γυρίσω; |
|